αυτοσχέδιος

αυτοσχέδιος
αυτοσχέδιος, -α, -ο και αυτοσχεδίαστος, -η, -ο
αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενο σχέδιο, ο πρόχειρος: Η βόμβα ήταν αυτοσχέδια, γι' αυτό και δεν έσκασε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχέδιος — hand to hand masc nom sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσχεδίως — αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl (doric) αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχέδιον — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίων — αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίοις — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίου — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίους — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίῳ — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχέδια — αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”